μοιχεία

μοιχεία
(Νομ.). Η εξώγαμη, κατά φύση, συνουσία ενός άντρα και μιας γυναίκας, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι παντρεμένος. Στην αρχαία Ελλάδα, η μυστική σαρκική σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, αποτελούσε προσβολή της οικογένειας. Όποιος είχε το δικαίωμα της εκδίκησης, ο σύζυγος, ο πατέρας, ο αδελφός, ή ο γιος της γυναίκας, έπρεπε να τιμωρήσει τον μοιχό. Η τιμωρία της μοιχαλίδας ήταν υπόθεση της οικογένειας της γιατί τη θεωρούσαν αδίκημα ιδιωτικό. Στην πρωτόγονη, απεριόριστη εφαρμογή της εκδίκησης, δόθηκε αργότερα νομική μορφή. Η λέξη μ. ήταν σε χρήση σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Ο τρόπος κολασμού του αδικήματος παρουσίαζε διαφορές από πόλη σε πόλη. Το αδίκημα της μ. αφορούσε όχι μόνο την έγγαμη γυναίκα αλλά και τη χήρα και στην ανύπαντρη. Η παρά φύση ασέλγεια ή διάφορες άλλες παρόμοιες πράξεις δεν συνιστούσαν μ., όπως άλλωστε και τώρα. Στην Ελλάδα η μοιχεία δεν θεωρείται πλέον αδίκημα και δεν τιμωρείται ποινικά. Ωστόσο η μοιχεία κατά το αστικό δίκαιο αποτελεί μαχητό τεκμήριο ισχυρού κλονισμού του γάμου για την αίτηση διαζυγίου.
* * *
η (ΑΜ μοιχεία) [μοιχεύω]
1. η παράβαση τής συζυγικής πίστης, συζυγική απιστία, εξωσυζυγική σχέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοιχεία — μοιχείᾱ , μοιχεία adultery fem nom/voc/acc dual μοιχείᾱ , μοιχεία adultery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχείᾳ — μοιχείᾱͅ , μοιχεία adultery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχεία — η η παράβαση της συζυγικής πίστης: Κατηγόρησε τον άντρα της για μοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοιχείας — μοιχείᾱς , μοιχεία adultery fem acc pl μοιχείᾱς , μοιχεία adultery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχείαι — μοιχείᾱͅ , μοιχεία adultery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχείαν — μοιχείᾱν , μοιχεία adultery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχειῶν — μοιχεία adultery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχείαις — μοιχεία adultery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχείην — μοιχεία adultery fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχείῃσι — μοιχεία adultery fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”